- ζοχαδιακός
- -ή, -ό [ζοχάδα]1. αυτός που υποφέρει από ζοχάδες, αιμορροΐδες, ο αιμορροϊδικός2. ιδιότροπος, δύστροπος, νευρικός, γκρινιάρης, μίζερος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζοχαδιακός — ή, ό 1. εκείνος που πάσχει από αιμορροΐδες. 2. δύστροπος: Ζοχαδιακός άνθρωπος, οργή Θεού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζοχάδα — η και πληθ. ζοχάδες, οι 1. αιμορροΐδα* 2. ιδιοτροπία, νευρική υπερδιέγερση, δυστροπία, στρυφνότητα τού χαρακτήρα («σήμερα είναι στις ζοχάδες του») 3. (για πρόσ.) ζοχαδιακός, οχληρός, ενοχλητικός («αυτός μού έχει γίνει ζοχάδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ … Dictionary of Greek
ζοχαδιάρης — α, ικο ζοχαδιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζοχάδα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ερωτ ιάρης, παραπον ιάρης)] … Dictionary of Greek